- φιλόβρωτος
- φῐλό-βρωτος, ον,A voracious, dub. in Herm. ap. Stob.1.49.44 ([comp] Sup. -βρωτάτου, v. l. -βορωτοτάτου; -βορωτάτου cj. Meineke).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόβρωτος — ον, Α πιθ. αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρωτός «φαγώσιμος» (< βιβρώσκω «τρώω»)] … Dictionary of Greek